- επορέγω
- ἐπορέγω (Α) [ορέγω]1. προτείνω, προσφέρω, απονέμω («εἴ περ ἂν οὔτε Ζεὺς ἐπὶ Τυδεΐδῃ Διομήδεϊ κῡδος ὀρέξῃ», Ομ. Ιλ.)2. μέσ. ἐπορέγομαιεκτείνομαι, απλώνομαι προς τα εμπρός, φθάνω («ἔνθ’ ἐπορεξάμενος μεγαθύμου Τυδέως υἱὸς ἄκρην οὔτασε χεῑρα μετάλμενος ὀξέι δουρί», Ομ. Ιλ.)3. επιτείνω τις απαιτήσεις μου («ὁ δὲ ἐνταῡθα δὴ ἐπορέγεται ὀρέων αὐτοὺς τετραμμένους», Ηρόδ.)4. επιθυμώ, ποθώ («ἐπορεγομένην αυτοῦ τῆς γενέσεως», Πλάτ.)5. φρ. «ἐπορέγω τινὸς χειρὶ» — απλώνω το χέρι μου να πάρω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.